δρυοτομικη

δρυοτομικη
    δρυοτομική
    δρυο-τομική
    ἥ (sc. τέχνη) лесорубное дело Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "δρυοτομικη" в других словарях:

  • δρυοτομική — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτομικῆς — δρυοτομική fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτομικός — ή, ό (AM δρυοτομικός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται στον δρυοτόμο ή στη δρυοτομία ή προέρχεται από δρυοτομία 2. το θηλ. ως ουσ. η δρυοτομική η δρυοτομία …   Dictionary of Greek

  • κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»